Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012


ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ


Πίνεις τον καφέ σου στην αυλή. Χωριό αγαπημένο, σπίτι πατρικό, γαλήνη.
Η μάνα γεμάτη καμάρι σου χαρίζει ένα απ τα σπάνια χαμόγελά της.
Καμαρώνει για σένα.
Όχι πως έγινες κάτι σπουδαίο στη ζωή σου. Όχι βέβαια. Είσαι όμως κάτι σπουδαίο στα μάτια τα δικά της.
Στ' αλήθεια!
 Eκείνος στέκεται απέναντι όπως πάντα. Χαμογελάει με συγκατάβαση κι έχει το δικό σου πρόσωπο, όπως πάντα.
«Εμείς ξέρουμε την αλήθεια. Έτσι φίλε;»
Ακούς τη φωνή δίχως ήχο μες το κεφάλι σου. Ρωτάς:«Θα φύγεις ποτέ στ' αλήθεια;»
«Δε μ' αφήνεις να φύγω». Απαντάει κι εξαφανίζεται μέχρι την επόμενη φορά.
Θα ξανάρθει να πει τα ίδια λόγια, όταν η κόρη σου θα σε κοιτάζει μ' εμπιστοσύνη, όταν η γυναίκα σου θα σου δώσει ένα πεταχτό φιλί με αγάπη, όταν θα πιστεύεις πως όλα θα πάνε καλά.
Χωρίς μελοδραματισμούς, θα πει τα ίδια λόγια και θα απομακρυνθεί. Αόρατος σε όλους εκτός από σένα.
Και πέρασε καιρός  γαμώ το.
Ήταν το ενενήντα δύο κι εσύ νεαρός στρατιώτης στην Ξάνθη, περίοδος Αποκριάς.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τον γνώρισες πραγματικά, βρέθηκες εκεί όταν έπρεπε και τίποτα δεν πήγε καλά.
Εξοδούχος την Κυριακή ήταν μεγάλη υπόθεση αλλά δεν είχες να πας πουθενά.
Έτσι όταν ο Ζάχος σου πρότεινε να πάτε μαζί στην Θεσσαλονίκη δέχτηκες με φανερή χαρά και με κρυφή αμηχανία. Δεν σε περίμεναν και πολλά στη Θεσσαλονίκη, ούτε αλλού.
Καλό παιδί αυτός ο Ζάχος,  ανυπομονούσε να δει κάποια κοπέλα. Εσύ όμως;
Τι να πας να κάνεις;
Πήγες να δεις την αδερφή σου, για ένα καφέ, μετά βέβαια  θα έλεγες  κάποια αόριστη ιστορία
για κάποια αόριστη σχέση. Καλά.
Το απόγευμα ξεκινήσατε για να επιστρέψετε. Σ' όλη την διαδρομή άκουγες  ιστορίες για τη φοιτητική ζωή στην Αγγλία. Ο καθένας πιστεύει ότι η ζωή του είναι συναρπαστική και πρέπει να την διηγηθεί οπωσδήποτε για να μεταλάβουν οι άλλοι. Όλα κανονικά δηλαδή. Κάπου έξω απ την Καβάλα γινόταν έργα στο δρόμο. Στο πλάι είχε ξερό ρέμα. Μπροστά πήγαινε ένα παλιό μπεμβέ. Από το απέναντι ρεύμα εμφανίστηκε μια νταλίκα, το μπεμβέ βγήκε από την πορεία του έπεσε πάνω στην νταλίκα κι έγινε μύλος. Μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκε στο ρέμα. Ο Ζάχος επέμενε να σταματήσετε, τότε ακόμα δεν υπήρχαν κινητά. Επέμενε και να κατέβεις στο ρέμα μαζί με τους άλλους που είχαν μαζευτεί. Έπρεπε να δώσετε βοήθεια αλλά αυτός δεν άντεχε το αίμα. Σε παρακάλεσε θερμά να κατέβεις. Κατέβηκες. Ήταν κι άλλοι. Είχαν σταματήσει πολλά αυτοκίνητα. Πάνω από το κεφάλι σου γυναίκες έριχναν φως με φακούς. Βγάλατε έναν από το αυτοκίνητο, αλλά ήταν ο συνοδηγός. Ο οδηγός που ήταν; Ο οδηγός ήταν αρκετά πιο πέρα, άσχημα χτυπημένος, πολύ άσχημα, έτρεμε.
Ήσουνα σίγουρος ότι δεν έπρεπε να μετακινηθεί, το είπες, το φώναξες, αλλά όχι αρκετά. Έπρεπε να σκεπαστεί μέχρι να έρθει βοήθεια, αλλά τότε κινητά δεν υπήρχαν, κανένας δεν έφευγε να ειδοποιήσει κι όλοι έκαναν σαν τρελοί. Ο γυναίκες πάνω στον δρόμο φώναζαν. Ήσουνα ο πιο μικρός εκεί πέρα και όλοι ήταν απόλυτοι στο λάθος τους. Υποχώρησες.
Τον έπιασες από τους ώμους, τουλάχιστον να προσπαθήσεις να μην τρανταχτεί πολύ και όλοι μαζί τον ανεβάσατε. Αλλά ήταν απότομο το ανέβασμα κι έκανε κρύο... ήταν δύσκολο.
Τελικά τον βάλατε σ' ένα αυτοκίνητο, δεν έμαθες αν τον πήγε αυτό ή αν ήρθε ασθενοφόρο, δεν έμαθες αν τον σώσατε ή αν τον σκοτώσατε, ο Ζάχος είπε πως αρκετά ανακατευτήκατε, ήσασταν στρατιώτες, έπρεπε να γυρίσετε στην μονάδα, δεν θέλατε μπλεξίματα, δεν θέλατε να αργήσετε.
Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή τον άκουγες να επαναλαμβάνει ότι κάνατε το σωστό, ότι ότι ότι…….
Αυτός έτσι κι αλλιώς ήταν επάνω. Δεν πλησίασε, δεν είδε, δεν συμμετείχε. Οι υπόλοιποι απλώς κάνανε λάθος, δεν ξέρανε. Εσύ ήξερες. Εσύ είδες. Ήσουν εκεί.
Και δεν έκανες αυτό που έπρεπε.
Και πέρασε καιρός γαμώ το.
«Θα φύγεις ποτέ στ' αλήθεια;» .
«Δε μ' αφήνεις να φύγω».